- περιήκει
- περϊήκει , περιήκωto have come round to onepres ind mp 2nd sgπερϊήκει , περιήκωto have come round to onepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιήκω — Α 1. έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», Ξεν.) 2. φτάνω σε κάποιον, βρίσκω κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» επρόκειτο η τιμωρία να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, Παυσ.) 3. (για χρόνο) έχω φτάσει… … Dictionary of Greek